- ἑτοίμαζε
- ἑτοιμάζωget readypres imperat act 2nd sgἑτοιμάζωget readyimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑτοίμαζ' — ἑτοίμαζε , ἑτοιμάζω get ready pres imperat act 2nd sg ἑτοίμαζε , ἑτοιμάζω get ready imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους … Dictionary of Greek
λουτροποιός — λουτροποιός, ὁ (Α) ο υπηρέτης που ετοίμαζε το λουτρό … Dictionary of Greek
παρακαττύω — Α 1. ράβω κάτι σε κάτι άλλο, μπαλώνω 2. μέσ. παρακαττύομαι ετοιμάζω για τον εαυτό μου κάτι, ευτρεπίζω («ἡμῶν δ ἕκαστος στιβάδα παρεκαττύετο» ο καθένας μας ετοίμαζε με φύλλα το στρώμα του, το κρεβάτι του, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κασσύω … Dictionary of Greek
Αγαθοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Συρακουσών (Θέρμες 361 – Συρακούσες 289 π.Χ.). Γιος αγγειοπλάστη, φυγάδας από το Ρήγιο, έγινε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της δημοκρατικής παράταξης στις Συρακούσες, τόσο για τα ρητορικά όσο και για τα… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Γαυάνης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους τρεις απογόνους του βασιλιά του Άργους Τήμενου, αδελφός του Αερόπου και του Περδίκκα. Κατά την παράδοση, τα τρία αδέλφια έφυγαν από το Άργος και πήγαν στην Ιλλυρία και από εκεί στη μακεδονική πόλη Λεβαία, όπου… … Dictionary of Greek
Δαρείος — Όνομα Περσών βασιλιάδων της δυναστείας των Αχαιμενιδών. 1. Δ. Α’, ο Μέγας (; 486 π.Χ.). Βασιλιάς των Περσών (522 486). Υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο σπουδαιότερος από τους τρεις συνώνυμους Πέρσες βασιλιάδες και το πέρασμά του άφησε τα πιο βαθιά ίχνη… … Dictionary of Greek
Ευαγγελικά — Ονομάστηκε έτσι η σειρά των βίαιων αντιδράσεων μιας μερίδας του Τύπου και των φοιτητών, όταν δημοσιεύτηκε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Οι αντιδράσεις αυτές κορυφώθηκαν με τα αιματηρά γεγονότα στις 8 Νοεμβρίου 1901 οδηγώντας τη χώρα … Dictionary of Greek